- εὐδιαφόρητος
- εὐδιαφόρητοςeasily carried off by perspirationmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιαφόρητος — εὐδιαφόρητος, ον (Α) 1. αυτός που εξατμίζεται εύκολα με εφίδρωση ή με έκκριση 2. ο εύπεπτος 3. εκείνος που διασκορπίζεται εύκολα 4. αυτός που ανασαίνει με ευκολία … Dictionary of Greek
εὐδιαφόρητον — εὐδιαφόρητος easily carried off by perspiration masc/fem acc sg εὐδιαφόρητος easily carried off by perspiration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαφορήτοις — εὐδιαφόρητος easily carried off by perspiration masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαφορήτου — εὐδιαφόρητος easily carried off by perspiration masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαφόρητα — εὐδιαφόρητος easily carried off by perspiration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαφόρητοι — εὐδιαφόρητος easily carried off by perspiration masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιαφορησία — εὐδιαφορησία, ἡ (Α) [ευδιαφόρητος] η ιδιοτητα τού ευδιαφορήτου, η ευκολία στην εφίδρωση … Dictionary of Greek
εὐδιαφορητοτέραν — εὐδιαφορητοτέρᾱν , εὐδιαφόρητος easily carried off by perspiration fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)